καραβάκι από ασημόχαρτο ίσως
Δεν είναι, το ξέρω,
δεν είναι αλήθεια
ότι ζήσαμε, πέρασε μόνο
μια ανάσα τυφλή ανάμεσα σε
εκεί κι όχι-εδώ και κάποτε,
σαν κομήτης σφυρίζοντας πέρασε ένα μάτι
προς κάτι σβησμένο, μες στα φαράγγια,
εκεί που η φωτιά ξεψύχαγε, στεκόταν
λαμπρός μαστοφόρος ο Χρόνος,
κι από μέσα του βλάσταινε κιόλας
προς τα πάνω και κάτω και πέρα, ό,τι
είναι ή ήταν ή θα είναι -,εγώ ξέρω,
ξέρω, και ξέρεις, εμείς ξέραμε,
εμείς δεν ξέραμε, αφού
ήμαστε εδώ και όχι εκεί,
και κάποτε, όταν
μόνο το τίποτα στεκόταν ανάμεσα, βρίσκαμε
εντελώς ο ένας τον άλλο.
τσέλαν.τουκανενόςτορόδο
Leave a Reply