Archive for December, 2013

κοντρολ

Posted in Uncategorized on December 24, 2013 by little percussionist derrida

στο τελευταίο βιβλίο που διάβασε ποτέ ο πατέρας μου (και δεν πρόλαβε να τελειώσει) όσο ήταν στο νοσοκομείο και αναρωτιόταν δεν έχω ιδέα τι αναρωτιόταν και σκεφτόταν δεν έχω ιδέα τι σκεφτόταν υπογράμμισε την παρακάτω παράγραφο στη σελίδα 47:

“Μια αγορά δεν χρειάζεται πλέον να διοικείται από το Αόρατο Χέρι, αλλά μπορεί τώρα να δημιουργήσει τον ευατό της – τη δική της λογική, μορφή, δυναμική, από μέσα. Τοποθετώντας τον έλεγχο μέσα, επικύρωνες αυτό που είχε συμβεί ντε φάκτο – ότι είχες αφήσει κατά μέρος τον Θεό. Αλλά είχες αφεθεί σε μια μεγαλύτερη, και πιο επιζήμια, πλάνη. Την πλάνη του ελέγχου. Ότι το Α μπορούσε να κάνει το Β. Μα αυτό ήταν ψέμα. Εντελώς. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει. Τα πράγματα απλώς συμβαίνουν, το Α και το Β είναι μη-πραγματικά, είναι ονόματα για μέρη που θα έπρεπε να είναι αδιαχώριστα.”

τι κινηματογραφικό τι λογοτεχνικό τι ενδιαφέρον να ανακαλύπτει ο υιός μηνύματα του πατέρα από τον τάφο, δυό χρόνια μετά και σε βιβλίο του πύντσον, ον τοπ οβ ιτ. σα να συμβαίνει σε βιβλίο, σα να παίζεις σε ταινία. ποιό συνταρακτικό μυστικό θα αποκαλυφθεί στο τέλος; ποιά συναισθηματική κάθαρση θα επέλθει με σάουντρακ φίλιπ γκλας; μείνετε συντονισμένοι. άντε μου στο διάολο γ. και επι τη ευκαιρία άντε μου στο διάολο ν. και καλά μας χριστούγεννα. =)

Denise Levertov – Εισβολή

Posted in Uncategorized on December 19, 2013 by little percussionist derrida

(μτφ. δική μου)

Αφότου έκοψα τα χέρια μου
και φύτρωσαν καινούρια

κάτι που τα παλιά μου χέρια λαχταρούσαν
ήρθε και μου ζήτησε να το νανουρίσω.

Αφού τα βγαλμένα μάτια μου
μαράθηκαν, και φύτρωσαν καινούρια

κάτι που τα παλιά μου μάτια τα έκανε να κλαίνε
ήρθε και ζήτησε τον οίκτο μου.

original.

James Pate – The Fassbinder Diaries – 5

Posted in Uncategorized on December 11, 2013 by little percussionist derrida

1 – Ζεστό σκοτάδι και κρύο σκοτάδι
2 – Η έκσταση της Μάμα Ρόμα
3 – Η επιστροφή των ιερών τεράτων
4 – Αναδρομικές Νύχτες

3:04

Ο Φραντς είπε δάγκωσε με εδώ, και η Μιέζε τον δάγκωσε εκεί, και η Μιέζε είπε δάγκωσε με εδώ, και ο Φραντς τη δάγκωσε εκεί. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές. Το χρώμα τους ήταν σαν γκρίζο δέρμα φιδιού. Έξω, ένας πόλεμος εξαπλωνόταν στο Βερολίνο. Ένα όπλο εκπυρσοκροτούσε προς τον Ντίλιντζερ σε μια οθόνη προβολής στο Σικάγο. Αυτοί βρίσκονταν κάπου αλλού. Τα δευτερόλεπτα τους είχαν ξεπεράσει ήδη και περίμεναν με τα όπλα ανά χείρας. Ένα σοκάκι χωρίς διαφυγή.

Ένα κόκκινο φώς αναβόσβηνε. Μέσα και έξω από τα κεφάλια τους, αναβόσβηνε. Έπαιζε μια βασανιστική, εκκωφαντική μουσική, που η Μιέζε την αποκαλούσε Μουσική Για Τρομερά Ηχητικά Γαμήσια. Έμοιαζε με ατσάλι που τσιτσιρίζει σε μια λίμνη το χειμώνα. Έμοιαζε με παγωμένο ατσάλι πάνω σε καυτό ατσάλι. Έμοιαζε σαν παγωμένο χώμα που πέφτει μέσα σε ένα παγωμένο, ανοιχτό στόμα.

Η Μιέζε είπε ρούφα με εδώ, και ο Φραντς τη ρούφηξε εκεί, και ο Φραντς είπε ρούφα με εδώ, και η Μιέζε τον ρούφηξε εκεί. Στους τοίχους κρέμονταν πίνακες που απεικόνιζαν γερασμένα και ευάλωτα και ήμερα και αχνιστά χερουβείμ που έμοιαζαν με βρώμικη καραμέλα. Ανάμεσα στον Φραντς και τη Μιέζε υπήρχαν πολλοί άγγελοι και δαίμονες. Τα μάτια τους βλεφάριζαν. Τα στόματα τους βλεφάριζαν. Τα κρύα και ορθάνοιχτα δευτερόλεπτα.

Ένα υπερβολικό δωμάτιο. Ένα δωμάτιο-σοκάκι. Ένα δωμάτιο Ντίλιντζερ.

Τα μαλλιά του, σκεφτόταν εκείνη, είχαν την αίσθηση των πούπουλων ενός νεκρού πουλιού, τα σκονισμένα πούπουλα ενός θηράματος. Τα μαλλιά της, σκεφτόταν εκείνος, είχαν την αίσθηση μιας περούκας που κρέμεται από την κορυφή ενός γυμνού δέντρου, μιας περούκας με ένα χρώμα που πλέον δεν υπάρχει και μια υφή που δεν έχει εφευρεθεί ακόμα.

Μετά τις λάμψεις, τις δαγκωματιές, τις ρουφηξιές. Μετά το χώμα, το κρύο, το ορθάνοιχτο στόμα. Μετά το ατσάλι, την περούκα, την καραμέλα και τα χερουβείμ. Ύστερα η Μιέζε ήπιε μια γουλιά από το μπουκάλι ουίσκι και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τα σεντόνια ήταν μωβ. Οι γρατσουνιές και οι πιπιλιές στο δέρμα τους ήταν μωβ. Μωβ, σαν σκοτεινό κραγιόν. Η μωβ λάμψη που εκπέμπουν μουγκές τηλεοράσεις ανοιχτές στις 3:04 τα ξημερώματα. Ένα αμάξι προσπέρασε το σπίτι. Και ένα αμάξι προσπέρασε το σπίτι. Και ένα αμάξι προσπέρασε το σπίτι. Και ένα αμάξι προσπέρασε το σπίτι.

James Pate – The Fassbinder Diaries – 4

Posted in Uncategorized on December 4, 2013 by little percussionist derrida

1 – Ζεστό σκοτάδι και κρύο σκοτάδι
2 – Η έκσταση της Μάμα Ρόμα
3 – Η επιστροφή των ιερών τεράτων

Αναδρομικές Νύχτες

Θα μπορούσε να έχει λυθεί αναδρομικά; Όχι και πολύ εύκολα. Κι έτσι πήγαμε στη Νάπολη. Ήταν διασκεδαστική και βαρετή και τρομαχτική και ζεστή και θορυβώδης και μερικές φορές θυελλώδης και διαρκώς σκονισμένη. Είχαμε προσωρινά κάποια χρήματα χάρη στον Χ, όχι πολλά, αλλά αρκετά για δύο ίσως τρείς βδομάδες. Όταν ο ήλιος έπεφτε συνέχιζε να πέφτει. Όταν η νύχτα πλησίαζε συνέχιζε να πλησιάζει. Έτσι είχαν τα πράγματα εκεί. Ή έτσι σκεφτόμουν εγώ εκείνο τον καιρό. Οι άντρες ήταν κομματάκια ανέμου γεμάτα κόκκινες κουκίδες. Οι γυναίκες ήταν ήχοι που εκπέμπονταν από ένα καθαρό κόκκινο φώς. Θα μπορούσε να έχει λυθεί αναδρομικά; Όχι και πολύ εύκολα. Κι έτσι ζεσταινόμασταν και κάναμε θόρυβο και τα κεφάλια μας παρασέρνονταν από τον άνεμο, ένα ρεύμα θολό από την πολλή σκόνη. Ένας άνθρωπος ζητιάνευε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Έμοιαζε με τον Ιησού, αν ο Ιησούς ήταν παχύς. Ο Δάντης στεκόταν στη μέση μιας πλατείας ανάμεσα σε σκουπίδια και μαγαζιά ολόγυρα του γεμάτα γκραφίτι. Πίναμε καφέ απέναντι, κάτω από τους φοίνικες. Ένας από εμάς αναρωτήθηκε πόσοι άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στην Πομπηία. Κανείς μας δεν ήξερε την απάντηση. Ήταν διασκεδαστικά, βαρετά, κουραστικά και τρομαχτικά, σαν κόκκινα και ύστερα μωβ φώτα. Τα κεφάλια μας τσιτσίριζαν σαν λίπος κάτω από τον ήλιο. Θα μπορούσε να έχει λυθεί αναδρομικά; Όχι, όχι και πολύ εύκολα. Κι έτσι είχα όνειρα που μου γυρνούσαν το μέσα έξω, όνειρα που έτειναν προς κόκκινες πεδιάδες, και ύστερα προς μωβ κοιλάδες, προς μηρούς στο χρώμα της γλώσσας, όνειρα που με άφηναν να λαχανιάζω και να ζητάω κι άλλο παρόλο που τα φοβόμουν, όνειρα μέσα σε κόκκινα δωμάτια, όνειρα πίσω από μωβ κουρτίνες. Ήμουν ένα κόκκινο ψάρι, με μια μωβ λόγχη καρφωμένη στο λαρύγγι μου. Στη Νάπολη παίζαμε παιχνίδια. Παίζαμε παιχνίδια με τα δάχτυλα και τα μάτια και τα γόνατα μας. Παίζαμε διαβολικά παιχνίδια και κωματώδη παιχνίδια και παιχνίδια με χειρουργικά γάντια. Παίζαμε κολασμένα παιχνίδια και παιχνίδια των σκουπιδιών και παιχνίδια του ανέμου και παιχνίδια της σκόνης. Θα μπορούσε να έχει λυθεί αναδρομικά; Όχι και πολύ εύκολα. Τα λεφτά μας συνέχιζαν, με έναν σχολιασμό ολόδικο τους. Με ολόδικια τους πολιτική. Εκείνη την εποχή των γενναίων εξόδων και των χλωμών δαπανών. Τα χαρτονομίσματα μεγάλης αξίας τα ονομάζαμε Χ και τα χαμηλότερης Ψ. Η γεύση και, συνεπώς, ο εμετός των χρημάτων. Κι έτσι παίζαμε με το χέρι του διαβόλου. Παίζαμε με την παλάμη του διαβόλου. Ξυρίσαμε τα μαλλιά του διαβόλου. Είδαμε εκείνο το πορνό με τους εφτά διαβόλους και τα εννέα πτηνά στη μικρή τηλεόραση στο δωμάτιο του χόστελ μας. Είδαμε το στόμα του διαβόλου να ανοιγοκλείνει. Είδαμε τον πούτσο του διαβόλου να κατουράει. Είδαμε το μουνί του διαβόλου να κατουράει. Είδαμε τους μηρούς του διαβόλου να τρέμουν. Θα μπορούσε να έχει λυθεί αναδρομικά; Όχι εύκολα. Ή τουλάχιστον έτσι σκεφτόμουν τότε. Ο ήλιος συνέχιζε να πέφτει πίσως μας, αφήνοντας το κρύο μας να παχαίνει στο σκοτάδι. Η επένδυση μας έγινε στάχτη. Οι περισσότερες σκιές είχαν τις πόρτες τους ορθάνοιχτες, και από μέσα τους φυσούσε μια λεπτή ροζ σκόνη.

James Pate – The Fassbinder Diaries – 3

Posted in Uncategorized on December 3, 2013 by little percussionist derrida

1 – Ζεστό σκοτάδι και κρύο σκοτάδι
2 – Η έκσταση της Μάμα Ρόμα

Η επιστροφή των ιερών τεράτων

Παρακολουθούσα εκείνη την ταινία για το Καθολικό σχολείο, γαλλική, με φριχτούς υπότιτλους. Ήμουν δώδεκα, στο σαλόνι ενός κατά τ’ άλλα άδειου σπιτιού.

Είχα μια συγκεκριμένη ηλικία. Πρόσφατα είχα φτάσει σε μια συγκεκριμένη ηλικία. Υπήρχαν ήχοι σταξίματος σε ένα μέρος του κεφαλιού μου και κόκκινες σκέψεις σε ένα άλλο. Υπήρχε αλάτι στο στόμα μου που δε μπορούσα να φτύσω. Υπήρχε άμμος στο κεφάλι μου που δεν μπορούσα να μαζέψω. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές. Το χαλί ήταν ροζ. Τα φώτα ήταν κλειστά. Η ταπετσαρία ήταν κίτρινη.

Στην ταινία η αυστηρή καλόγρια ραπίζει τη σεμνή μαθήτρια. Ή ίσως αυτή είναι η Γιαπωνέζικη ταινία, όπου οι κακές γριές καλόγριες αναγκάζουν την όμορφη νεαρή καλόγρια να βγάλει τη μπλούζα της. Όπου οι αυστηρές γριές καλόγριες ύστερα περνούν ένα στεφάνι από αγκάθια γύρω από το στήθος της. Η σχολή των ιερών τεράτων. Μια ταινία που είδα στο Σικάγο, σε ένα θέατρο όπου είχα βάλει κρυφά Βιετναμέζικα σάντουιτς.

Ήμουν δώδεκα ή εικοσιδύο. Σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ή σε ένα άλλο, πιο μετά. Η Γιαπωνέζα καλόγρια να κάνει πεζοπορία μέσα στα γαλλικά δάση. Το αγόρι από τη Γαλλία να μαλακίζεται κάτω από μια ανθισμένη κερασιά.

Είχα φτάσει σε μια ηλικία όπου μια λεπτή βιολετιά σκιά τριγυρνούσε στο κεφάλι μου. Όπου φανταζόμουν άλλες σκιές σε άλλα κεφάλια. Νύχτες βαριές σαν την υγρή άμμο και νύχτες ελαφρές σαν την άμμο που την παρασέρνει ο άνεμος. Η σκηνή στη γαλλική ταινία όπου το κορίτσι, μούσκεμα από τη βροχή, τουρτουρίζοντας, ανακαλύπτει τη ναζιστική σημαία στο συρτάρι του πατέρα της. Η γεύση του χοιρινού και του κόλιαντρου στον σιωπηλό και σοβαρό και πάντοτε άγρυπνο κινηματογράφο.

Και οι κουρτίνες παρέμεναν κλειστές. Και η βάση της λάμπας παρέμενε πορτοκαλιά και καμπυλωτή. Και η πολυθρόνα που με περιείχε παρέμενε κόκκινη και υπερβολική. Και η ταπετσαρία που ακόμα και μέσα στο ημίφως αποτελούνταν από κίτρινα άνθη μέσα από τα οποία άμετρητα ζώα με παρατηρούσαν.